Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περισταλτικός
1 εγγραφή
περισταλτικός -ή -ό [peristaltikós] Ε1 : 1. ικανός να περιστέλλει, να περιορίζει, να ελαττώνει την έκταση ή την ένταση: Mέτρα περισταλτικά της ελευθερίας του ατόμου. 2. (ιατρ.): Περισταλτικές κινήσεις των εντέρων, κυματοειδείς συσπάσεις για την εξαγωγή του περιεχομένου τους.

[λόγ.: 1: ελνστ. περισταλτικός· 2: σημδ. γαλλ. restrictif]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες