Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περιστέρι
3 εγγραφές [1 - 3]
περιστερεώνας ο [peristereónas] & περιστερώνας ο [peristerónas] & περιστεριώνας ο [peristerjónas] Ο2 & περιστερώνα η [peristeróna] Ο25α : η ειδική κατασκευή για κατοικία εξημερωμένων περιστεριών.

[λόγ. < αρχ. περιστερεών, αιτ. -ῶνα· περιστέρ(ι) -ώνας· μσν. περιστεριώνας < αρχ. περιστερεών, αιτ. -ῶνα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.· μεταπλ. του περιστερώνας σε θηλ. με βάση την αιτ.]

περιστέρι το [peristéri] Ο44 : κοινή ονομασία για πολυάριθμα συγγενικά είδη πουλιών, με μέτριο σώμα και σχετικά μικρό κεφάλι, που ζουν κατά ζεύγη, άλλα άγρια και άλλα εξημερωμένα· (πρβ. περιστερά, περιστέρα): Άγριο ~, αγριοπερίστερο. Ήμερα / εξημερωμένα / κατοικίδια περιστέρια. Άσπρο ~. Tαχυδρομικά περιστέρια, είδος εκπαιδευμένο για την αποστολή μηνυμάτων. || στο λόγο και συχνότερα σε παραστάσεις, ως σύμβο λο ειρήνης, αθωότητας, αγνότητας, άδολης και σταθερής ερωτικής αγάπης και, στη χριστιανική θρησκεία, ως σύμβολο του Aγίου Πνεύματος· (πρβ. περιστερά). περιστεράκι το YΠΟKΟΡ (πρβ. πιτσούνι).

[μσν. περιστέριν < αρχ. περιστέριον υποκορ. του αρχ. περιστερά]

περιστερίσιος -α -ο [peristerísxos] Ε4 : που ανήκει ή αναφέρεται στα περιστέρια: Περιστερίσια αυγά.

[περιστέρ(ι) -ίσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες