Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- περισπώ 1 [perispó] -ώμαι Ρ10.8 (συνήθ. στο ενεστ. θ., συνήθ. παθ.) : αποσπώ την προσοχή κάποιου από την κύρια ασχολία του σε κτ. άλλο: Περισπάται εύκολα η προσοχή του.
[λόγ. ενεργ. < ελνστ. περισπῶμαι (αρχ. περισπῶ `εκτρέπω΄)]
- περισπώ 2, -ώμαι Ρ10.8 (μόνο στο ενεστ. θ., συνήθ. παθ.) : (γραμμ.) για λέ ξη ή συλλαβή που τονίζεται με περισπωμένη στο παλαιότερο πολυτονικό σύστημα γραφής της ελληνικής· (πρβ. οξύνω 2): H μακρόχρονη παραλήγουσα περισπάται, όταν ακολουθεί βραχύχρονη. || Περισπώμενα ρήματα, που τονίζονται (με περισπωμένη) στη λήγουσα.
[λόγ. ενεργ. < ελνστ. περισπῶμαι (δες περισπώ 1) `προφέρω με ανεβοκατέβασμα της φωνής΄]
- περισπωμένη η [perispoméni] Ο30 γεν. πληθ. περισπωμένων : 1. (γραμμ.) τονικό σημάδι (~) στο πολυτονικό σύστημα γραφής της ελληνικής. 2. (προφ.) σε παρομοιώσεις για ό,τι έχει σχήμα διπλής καμπύλης, παρόμοιο με της περισπωμένης: Kαμπούριασε· έγινε σαν ~.
[λόγ. < ελνστ. περισπωμένη (ενν. προσῳδία) (θηλ. μπε. του περισπῶμαι) `προφορά με ανεβοκατέβασμα της φωνής΄]