Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- περιπλέον [peripléon] επίρρ. : (λόγ., λαϊκ.) περισσότερο από ό,τι πρέπει ή χρειάζεται· επιπλέον.
[λόγ. < αρχ. επίθ. περίπλεος, ουδ. -ον `το επιπλέον΄ με παρατονισμό κατά το επιπλέον]