Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- περιπατητής ο [peripatitís] Ο7 : αυτός που περπατά για αναψυχή, που κάνει περίπατο: Mε τα πρώτα κρύα άρχισαν να αραιώνουν και οι περιπατητές.
[λόγ. < ελνστ. περιπατητής]