Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περιοριστικός
1 εγγραφή
περιοριστικός -ή -ό [perioristikós] Ε1 : που περιορίζει, που μπορεί ή προορίζεται να περιορίσει κτ.: Διατάξεις περιοριστικές της ελευθερίας του ατόμου. Περιοριστικά μέτρα. Περιοριστικοί παράγοντες. περιοριστικά & (λόγ.) περιοριστικώς ΕΠIΡΡ με τρόπο και αποτέλεσμα που περιορίζει: Δρα ~.

[λόγ. < ελνστ. περιοριστικός `καθορισμένος΄ σημδ. γαλλ. limitatif· λόγ. περιοριστικ(ός) -ώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες