Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περιοδόντιο
1 εγγραφή
περιοδόντιο το [perioδóndio] Ο40 : (ανατ.) το περιόστεο των δοντιών.

[λόγ. < νλατ. periodontium < peri- = περι- + αρχ. ὀδοντ- (δες δόντι) -ium = -ιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες