Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περικοπή
1 εγγραφή
περικοπή η [perikopí] Ο29 : 1α. η ενέργεια του περικόπτω· αφαίρεση από χρηματικό ποσό· μείωση, ελάττωση: ~ μισθού / δαπανών / παροχών. || το ποσό που περικόπτεται, που αφαιρείται. β. ό,τι αφαιρείται από κείμενο: Δημοσιεύτηκε χωρίς περικοπές. 2. αυτοτελές απόσπασμα κειμένου· (πρβ. χωρίο): Περικοπές του Ευαγγελίου.

[λόγ. < ελνστ. περικοπή `ελάττωση, απόσπασμα κειμένου΄, αρχ. σημ.: `κόψιμο γύρω γύρω, ακρωτηριασμός΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες