Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- περικοκλάδα η [perikokláδa] Ο26 : α. είδος αναρριχητικού φυτού. β. (πληθ., προφ.) λόγος που υπεκφεύγει με τρόπο πλάγιο και περίπλοκο: Άσε τις περικοκλάδες και απάντησε σ΄ αυτό που ρωτώ.
[< περιπλοκάδα με αντιμετάθ. των συλλαβών [ploka] και αφομ. [k-p > k-k] ]