Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περικοκλάδα
1 εγγραφή
περικοκλάδα η [perikokláδa] Ο26 : α. είδος αναρριχητικού φυτού. β. (πληθ., προφ.) λόγος που υπεκφεύγει με τρόπο πλάγιο και περίπλοκο: Άσε τις περικοκλάδες και απάντησε σ΄ αυτό που ρωτώ.

[< περιπλοκάδα με αντιμετάθ. των συλλαβών [ploka] και αφομ. [k-p > k-k] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες