Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περιηγητής
1 εγγραφή
περιηγητής ο [periijitís] Ο7 θηλ. περιηγήτρια [periijítria] Ο27 : αυτός που ταξιδεύει σε (ξένους) τόπους, για να γνωρίσει και να θαυμάσει όσα ενδιαφέροντα έχουν: Για την τουρκοκρατούμενη Ελλάδα του 18ου αι. αντλούμε πληροφορίες από τις αφηγήσεις ξένων περιηγητών.

[λόγ. < ελνστ. περιηγητής `οδηγός ξένων, συγγραφέας γεωγραφικών περιγραφών΄· λόγ. περιηγη(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες