Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περιζώνω
1 εγγραφή
περιζώνω [perizóno] -ομαι Ρ αόρ. περιέζωσα, απαρέμφ. περιζώσει, παθ. αόρ. περιζώθηκα και περιζώστηκα, απαρέμφ. περιζωθεί και περιζωστεί, μππ. περιζωσμένος : 1. περιβάλλω κτ. γύρω γύρω με οτιδήποτε μπορεί να παρομοιαστεί με ζώνη· ζώνω ολόγυρα. 2. (μτφ.) περικυκλώνω από παντού: Mας έχουν περιζώσει οι κίνδυνοι. || Είμαστε περιζωσμένοι από εχθρούς.

[λόγ. < ελνστ. περιζώννυμι μεταπλ. κατά το ζώννυμι > ζώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες