Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περιγραφικός
1 εγγραφή
περιγραφικός -ή -ό [periγrafikós] Ε1 : 1. που περιγράφει (πράγμα, κατάσταση, γεγονός) χωρίς να ερμηνεύει, να αιτιολογεί, να αξιολογεί κτλ.: Περιγραφικό κείμενο. Περιγραφική έκθεση. Περιγραφικός ορισμός μιας έννοιας. Περιγραφικός όρος. || (για επιστημονικούς κλάδους κτλ.) που περιορίζεται ή στοχεύει στην περιγραφή ενός αντικειμένου, χωρίς να προχωρά στην ερμηνεία ή στη διατύπωση κανόνων: Περιγραφική επιστήμη. Περιγραφική μελέτη. Περιγραφική γραμματική, που περιγράφει τη γλώσσα χωρίς να ρυθμίζει τη χρήση της. ANT κανονιστική. 2. ικανός να περιγράφει με πιστότητα και ζωηρότητα: Περιγραφικές εικόνες.

[λόγ. περιγραφ(ή) -ικός μτφρδ. γαλλ. descriptif (διαφ. το ελνστ. περιγραφικός `ενδεικτικός συμπεράσματος΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες