Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περιγελώ
1 εγγραφή
περιγελώ [perijeló] Ρ10.4α : γελώ σε βάρος κάποιου καταφρονητικά, τον κοροϊδεύω, τον χλευάζω: Mην τον περιγελάτε, το δύστυχο.

[ελνστ. περιγελῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες