Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- περιβρέχω [perivréxo] -ομαι Ρ αόρ. περιέβρεξα, απαρέμφ. περιβρέξει, παθ. αόρ. περιβράχηκα, απαρέμφ. περιβραχεί : 1. βρέχω κτ. ή κπ. από παντού, ολόγυρα· (πρβ. περιλούζω). 2. (για τόπο) βρέχομαι γύρω γύρω από θάλασσα: H Σκύρος περιβρέχεται από το Aιγαίο πέλαγος.
[λόγ. < μσν. περιβρέχω < περι- βρέχω]