Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- περιαυτολογώ [periaftoloγó] Ρ10.9α : μιλώ επαινετικά για τον εαυτό μου· αυτοεπαινούμαι, καυχησιολογώ: Δε θα αναφερθώ στη δική μου συμβουλή, για να μη θεωρηθεί ότι ~.
[λόγ. < ελνστ. περιαυτολογῶ]