Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- περιαδράχνω [periaδráxno] Ρ αόρ. περιάδραξα, απαρέμφ. περιαδράξει : α. αρπάζω, πιάνω με δύναμη και με τρόπο βίαιο. β. επικρίνω, επιτιμώ κπ. με τρόπο απότομο, αυστηρό, οξύ· περιαρπάζω.
[περι- αδράχνω]