Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περδικόστηθος
1 εγγραφή
περδικόστηθος -η -ο [perδikóstiθos] Ε5 (συνήθ. στο θηλ.) : που έχει στήθος στητό σαν της πέρδικας: Περδικόστηθες κοπέλες.

[πέρδικ(α) -ο- + στήθ(ος) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες