Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περατάρης
2 εγγραφές [1 - 2]
περατάρης 1 ο [peratáris] Ο11 : (παρωχ.) περαματάρης.

[< περαματάρης με ανόμ. αποβ. της μεσαίας συλλαβής]

περατάρης 2 ο [peratáris] Ο11: (λογοτ.) διαβάτης, περαστικός.

[περάτ(ης) 2 -άρης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες