Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περίπτερος
1 εγγραφή
περίπτερος -η -ο [perípteros] Ε5 : για οικοδόμημα που έχει και στις τέσσερις πλευρές του σειρά κιόνων· περίστυλος· (πρβ. δίπτεροςII): ~ ναός.

[λόγ. < ελνστ. περίπτερος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες