Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- περίνους -ους -ουν [perínus] Ε12ε : (λόγ.) συνετός και προβλεπτικός, σώφρων: ~ πολιτικός ηγέτης.
[λόγ. < ελνστ. περίνους `πολύ ευφυής΄, κα τά τη σημ. του περίνοια]