Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περίνους
1 εγγραφή
περίνους -ους -ουν [perínus] Ε12ε : (λόγ.) συνετός και προβλεπτικός, σώφρων: ~ πολιτικός ηγέτης.

[λόγ. < ελνστ. περίνους `πολύ ευφυής΄, κα τά τη σημ. του περίνοια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες