Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περάντζα
1 εγγραφή
περαντζάδα η [perandzáδa] Ο26 : (προφ.) βόλτα με τα πόδια σε συγκεκριμένη διαδρομή που επαναλαμβάνεται: Άρχισε πάλι τις περαντζάδες έξω από το σπίτι της. Έχει καλή ~ και μαζεύεται η νεολαία της περιοχής, για μέρος από το οποίο περνάει πολύς κόσμος.

[ίσως *περάντζ(α) -άδα < πέρ(α) -άντζα (σύγκρ. μπροστάντζα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες