Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πεπτικός -ή -ό [peptikós] Ε1 : (ανατ., φυσιολ.) που αναφέρεται στην πέψη ή που έχει σχέση με αυτήν: Tα πεπτικά υγρά. Ο ~ σωλήνας. Πεπτι κό σύστημα, το σύνολο των οργάνων με τα οποία γίνεται η πέψη. Λειτουργίες / διαταραχές του πεπτικού συστήματος. Πεπτικό νευρικό πλέγ μα. || (βοτ.) Πεπτικοί αδένες.
[λόγ. < αρχ. πεπτικός `που μπορεί να χωνέψει΄ σημδ. γαλλ. digestif]