Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πεπονόφλουδα
1 εγγραφή
πεπονόφλουδα η [peponófluδa] Ο27α : 1. φλούδα από πεπόνι: Πάτησε πάνω σε μια ~ και γλίστρησε. 2. (μτφ.) για καθετί που μπορεί να παρασύρει τον άνθρωπο σε λάθος, σφάλμα κτλ.: Πρόσεχε, γιατί το πρόβλημα, ενώ φαίνεται εύκολο, έχει πεπονόφλουδες. ΦΡ πατάω την ~, παρασύρομαι από κτ. και κάνω λάθος, σφάλμα κτλ.: Ήταν αρκετά έξυπνος, ώστε να μην πατήσει την ~.

[πεπόν(ι) -ο- + φλούδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες