Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πεπλατυσμένος -η -ο [peplatizménos] Ε3 : (για σχήμα ή σώμα) που είναι λιγότερο κυρτός από το συνηθισμένο, έτσι ώστε να πλησιάζει προς το επίπεδο: Bίδα με πεπλατυσμένο κεφάλι. H γη δεν είναι τελείως σφαιρική· στον ισημερινό είναι ελαφρά εξογκωμένη και στους πόλους λίγο πεπλατυσμένη, το πλάτος της είναι μεγαλύτερο από το ύψος της.
[λόγ. μππ. του αρχ. πλατύνω `πλαταίνω΄ μτφρδ. γαλλ. aplati]