Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πεπερασμένος
1 εγγραφή
πεπερασμένος -η -ο [peperazménos] Ε3 : που έχει όρια, ιδίως αρχή και τέλος. ANT άπειρος: Ο άνθρωπος, σε αντίθεση με το Θεό, είναι ον πεπερασμένο. || (μαθημ.): Πεπερασμένα μαθηματικά. Θεώρημα των πεπερασμένων αυξήσεων. || (φιλοσ., ως ουσ.) το πεπερασμένο, ό,τι έχει όρια, ιδίως αρχή και τέλος.

[λόγ. μππ. του αρχ. περῶ `διασχίζω, συμπληρώνω΄ μτφρδ. αγγλ. finite ή γαλλ. fini]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες