Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πεντόβολο το [pendóvolo] Ο41 : (πληθ.) παραδοσιακό παιδικό παιχνίδι που παίζεται με πέντε βόλους ή μικρές, συνήθ. στρογγυλεμένες, πέτρες: Παίζουν πεντόβολα. || (εν.) η καθεμιά από τις πέτρες αυτές: Έριξε ψηλά το ~.
[πεντο- + βόλ(ος) -ο]