Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πεντοζάλης
1 εγγραφή
πεντοζάλης ο [pendozális] Ο11 & πεντοζάλι το [pendozáli] Ο44 : κυκλικός λαϊκός χορός που προέρχεται από την Kρήτη: Σέρνει / χορεύει τον πεντοζάλη.

[πεντο- + ζάλ(ο) -ης· μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ. (από την κρητική διάλ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες