Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πεντοβολώ [pendovoló] & -άω Ρ10.1α : (λογοτ.) μοσχοβολώ: Πεντοβολούν τα γιασεμιά στους κήπους και στις αυλές.
[ίσως συμφυρ. πεντ(απόσταγμα < πέντ(ε) + απόσταγμα) + (μοσχ)οβολώ]