Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πενταροδεκάρες
1 εγγραφή
πενταροδεκάρες οι [pendaroδekáres] Ο25α : 1. (σπάν.) σύνολο από πεντάρες και δεκάρες: Aνάμεσα στις ~ γυάλιζε μια χρυσή λίρα. 2. (μτφ.) πολύ μικρό χρηματικό ποσό: Πουλάω κτ. / δουλεύω για ~. Zει κάποιος με ~. Aφού το αγόρασες τόσο ακριβά, γιατί το πουλάς για ~; Tα χρέη σου είναι ~ μπροστά στα δικά μου.

[πεντάρ(ες) -ο- + δεκάρες]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες