Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πεντάστιχος
1 εγγραφή
πεντάστιχος -η -ο [pendástixos] Ε5 : που έχει πέντε στίχους: Πεντάστιχο ποίημα. Πεντάστιχη στροφή. || (ως ουσ.) το πεντάστιχο, η πεντάστιχη στροφή.

[λόγ. < ελνστ. πεντάστιχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες