Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πεντάμορφος
1 εγγραφή
πεντάμορφος -η -ο [pendámorfos] Ε5 : (ιδ. για πρόσ.) που είναι πολύ όμορφος: Mια πεντάμορφη κοπέλα. || (ως ουσ., λαογρ.) η Πεντάμορφη, ως όνομα πολύ όμορφης κοπέλας: Tο παραμύθι για το βασιλόπουλο που έκλεψε την Πεντάμορφη. H Πεντάμορφη και το τέρας, τίτλος παραμυθιού.

[πεντα-2 + όμορφος με αποβ. του [o] για αποφυγή της χασμ. (διαφ. το μσν. πεντάμορφος `που έχει πέντε μορφές΄ < πεντα-1 + μορφ(ή) -ος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες