Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πεντάλεπτος 1 -η -ο [pendáleptos] Ε5 : που διαρκεί πέντε λεπτά: Πεντάλε πτο διάλειμμα. Πεντάλεπτη διακοπή. || (ως ουσ.) το πεντάλεπτο, χρονικό διάστημα πέντε λεπτών: Kαθυστέρηση ενός πενταλέπτου.
[λόγ. πεντα- + λεπτ(όν) 2 -ος]
- πεντάλεπτος 2 -η -ο : (παρωχ.) που έχει αξία ίση με πέντε λεπτά της δραχμής. || (ως ουσ.) το πεντάλεπτο, νόμισμα αξίας πέντε λεπτών· πεντάρα.
[λόγ. πεντα- + λεπτ(όν) 1 -ος]