Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πεντάδραχμος -η -ο [pendáδraxmos] & πεντόδραχμος -η -ο [pendóδraxmos] Ε5 : που έχει αξία πέντε δραχμών: Ένα πεντάδραχμο χαρτόσημο. || (ως ουσ.) το πεντάδραχμο, νόμισμα αξίας πέντε δραχμών: Aττικό πεντάδραχμο. Ένα ασημένιο πεντάδραχμο του 1926· (πρβ. τάλιρο).
[λόγ. < αρχ. πεντάδραχμος `αξίας πέντε δραχμών΄· εισαγωγή του συνδετικού φων. -ο- κατά τα άλλα σύνθ.]