Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πελελός -ή -ό [pelelós] Ε1 : (λαϊκότρ.) παλαβός, τρελός, λωλός.
[μσν. πελελός < ίσως ελνστ. ἀπολωλός μππ. του αρχ. ἀπόλλυμαι `χάνομαι΄ (σύγκρ. όμως λωλός < ὀλωλός)]



