Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πελελάδα
1 εγγραφή
πελελάδα η [peleláδa] Ο25α : (λαϊκότρ.) παλαβωμάρα, τρέλα, βλακεία.

[μσν. πελελάδα < πελελ(ός) -άδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες