Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πελατειακός -ή -ό [pelatiakós] Ε1 : που αφορά την πελατεία ή τους πελάτες, στην έκφραση πελατειακές σχέσεις, οι ιδιοτελείς σχέσεις και συναλλαγές μεταξύ πολιτικών και ψηφοφόρων.
[λόγ. πελατεί(α) -ακός]