Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πελάγρα
1 εγγραφή
πελάγρα η [peláγra] Ο25 : (ιατρ.) νόσος που χαρακτηρίζεται από ερύθημα και νευρικά φαινόμενα, τα οποία με την πάροδο του χρόνου επιτείνονται και απειλούν σοβαρά τη ζωή του ασθενούς.

[λόγ. < ιταλ. pellagra]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες