Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πεκούνια τα [pekúnia] Ο44 : (λαϊκ., ειρ.) χρήματα, λεφτά.
[ιταλ. pecunia θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ. και κατά τα χρήματα]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[ιταλ. pecunia θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ. και κατά τα χρήματα]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |