Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πεκούνια
1 εγγραφή
πεκούνια τα [pekúnia] Ο44 : (λαϊκ., ειρ.) χρήματα, λεφτά.

[ιταλ. pecunia θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ. και κατά τα χρήματα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες