Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πεκινουά
1 εγγραφή
πεκινουά το [pekinuá] Ο (άκλ.) : ράτσα μικρόσωμου σκύλου με πεπλατυσμένο κεφάλι και μακρύ τρίχωμα.

[λόγ. < γαλλ. pékinois (< Ρékin `Πεκίνο΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες