Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πειρατικός
1 εγγραφή
πειρατικός -ή -ό [piratikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή αναφέρεται στους πειρατές της θάλασσας· κουρσάρικος: Πειρατικό καράβι. ~ στόλος. Πειρατική σημαία. Πειρατικές επιδρομές. || (ως ουσ.) το πειρατικό, για πλοίο. 2. (προφ., μτφ.) που χρησιμοποιείται για την παράνομη και ευκαιριακή άσκηση επαγγέλματος: Πειρατικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί. Πειρατικό ταξί / πούλμαν. || Πειρατικές βιντεοκασέτες, που έχουν αναπαραχθεί παράνομα. || (ως ουσ.) το πειρατικό, για αυτοκίνητο.

[λόγ. < ελνστ. πειρατικός (στη σημ. 1)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες