Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πειραματιστής
1 εγγραφή
πειραματιστής ο [piramatistís] Ο7 θηλ. πειραματίστρια [piramatístria] Ο27 : αυτός που κάνει πειράματα, που πειραματίζεται.

[λόγ. πειραματισ- (πειραματίζομαι) -τής μτφρδ. αγγλ. experimentalist· λόγ. πειραματισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες