Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πειραματικός
1 εγγραφή
πειραματικός -ή -ό [piramatikós] Ε1 : 1α. που ανήκει ή αναφέρεται στο πείραμα: Πειραματική μέθοδος / διαδικασία. β. που γίνεται με πείραμα: H πειραματική απόδειξη ενός νόμου. Πειραματική έρευνα / μελέτη. γ. που χρησιμοποιεί κυρίως το πείραμα: Πειραματικές επιστήμες, που στηρίζονται κυρίως στο πείραμα: Πειραματική ψυχολογία. δ. που εφαρμόζει και δοκιμάζει νέες ιδέες και μεθόδους: Πειραματική διδασκαλία. Πειραματικό σχολείο. Πειραματικές καλλιέργειες. Πειραματικό θέατρο, με ρεπερτόριο έργα που πρώτη φορά παίζονται, με νέους ηθοποιούς κτλ. ε. που δοκιμάζεται, χωρίς να έχει γίνει ακόμη αποδεκτός επίσημα, που βρίσκεται στο στάδιο της δοκιμασίας, του ελέγχου και της επεξεργασίας από πρακτική άποψη: H μέθοδος βρίσκεται ακόμα σε πειραματικό στάδιο / σε πειραματική φάση. πειραματικά & (λόγ.) πειραματικώς ΕΠIΡΡ: ~ αποδεδειγμένη αλήθεια.

[λόγ. πειραματ- (πείραμα) -ικός μτφρδ. αγγλ. experimental· λόγ. πειραματικ(ός) -ώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες