Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πειναλέος
1 εγγραφή
πειναλέος -α -ο [pinaléos] Ε4 : (μειωτ. ή χλευ.) χαρακτηρισμός προσώπου που κατέχεται από μεγάλη και διαρκή πείνα ή από φτώχεια.

[λόγ. < ελνστ. πειναλέος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες