Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πεθαμός
1 εγγραφή
πεθαμός ο [peθamós] Ο17 : (προφ.) θάνατος ή, συνηθέστερα, για ό,τι ταλαιπωρεί, κουράζει, βασανίζει πάρα πολύ· (πρβ. θάνατος): Aυτή η ζέστη είναι ~. || στη ΦΡ είμαι του πεθαμού: α. πεθαίνω, είμαι ετοιμοθάνατος. β. λυπάμαι, στενοχωριέμαι πολύ. του πεθαμού, (ως προσδιορισμός ρημάτων ή ουσιαστικών που δηλώνουν κατάσταση ταλαιπωρίας) πάρα πολύ: Πεινούσαν του πεθαμού, πάρα πολύ, πέθαιναν στην πείνα. Είχα μια κούραση! του πεθαμού, πάρα πολύ μεγάλη.

[μσν. απεθαμός με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < απεθαν- (δες στο πεθαίνω) -μός με αφομ. [nm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] κατά το πεθαμένος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες