Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πεζόβολο
1 εγγραφή
πεζόβολο το [pezóvolo] Ο41 & πεζόβολος ο [pezóvolos] Ο20 : δίχτυ σε σχήμα κώνου και με βαρίδια στην περιφέρειά του για ψάρεμα κοντά στο γιαλό.

[-βολος: μσν. πεζόβολος < αρχ. πέζ(α) `το κάτω ενός σώματος΄, ελνστ. σημ.: `μπορντούρα υφάσματος΄ -ο- + -βολος (θ. συγγ. του αρχ. ρ. βάλλω)· -βολο: μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες