Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πεζοδρόμιο
1 εγγραφή
πεζοδρόμιο το [pezoδrómio] Ο40 : 1. το υψηλότερο τμήμα ενός δρόμου, το αριστερό και δεξιό τμήμα κάθε αστικού δρόμου, το οποίο προορίζεται για τους πεζούς και είναι σε ένα υψηλότερο επίπεδο από το κεντρικό τμήμα (το κατάστρωμα) όπου κινούνται τα τροχοφόρα: Aριστερό / δεξιό / φαρδύ / στενό ~. Aνεβαίνω στο ~. Kατεβαίνω στο ~. 2. (μτφ.) α. ως χώρος στον οποίο ασκείται η κατ΄ επάγγελμα πορνεία: Γυναίκα του πεζοδρομίου, τροτέζα, του δρόμου. ΦΡ κάνει ~, για πόρνη που αναζητεί πελάτες σε δημόσιους χώρους. β. (συνήθ. μειωτ.) για ό,τι ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στον κατώτερο λαό, στον όχλο ή στον υπόκοσμο: Εκδηλώ σεις / πολιτική / συζητήσεις του πεζοδρομίου.

[λόγ.: 1: πεζο- 2 + δρόμ(ος) -ιον μτφρδ. γερμ. Fussgängerweg· 2: σημδ. γαλλ. trottoir]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες