Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πεζογραφικός
1 εγγραφή
πεζογραφικός -ή -ό [pezoγrafikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην πεζογραφία: Εκτός από το ποιητικό, πλούσιο είναι και το πεζογραφικό του έργο.

[λόγ. πεζογραφ(ία) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες