Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πεζικός
1 εγγραφή
πεζικός -ή -ό [pezikós] Ε1 : που συγκροτείται από στρατιώτες που μάχονται πεζή: Πεζικές και ναυτικές δυνάμεις. || (ως ουσ.) το πεζικό, το σώμα (τμήμα) του στρατού ξηράς που μάχεται πεζή: Λόχος / σύνταγμα πεζικού. Aξιωματικός του πεζικού.

[λόγ. < αρχ. πεζικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες