Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παχουλός
1 εγγραφή
παχουλός -ή -ό [paxulós] Ε1 : (για άνθρ., ζώο ή μέλος του σώματος) κάπως παχύς, ευτραφής: Παχουλό σώμα. Παχουλές γάμπες. || (ως ουσ.): Φορέματα για παχουλές. παχουλούτσικος -η / -ια -ο YΠΟKΟΡ.

[αρχ. παχυλός ( [i > u] από επίδρ. του [l] )· παχουλ(ός) -ούτσικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες