Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παχαίνω
1 εγγραφή
παχαίνω [paxéno] -ομαι στη σημ. 2β Ρ7.4 (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) : 1. γίνομαι παχύς ή παχύτερος, αποκτώ (περισσότερο) πάχος. α. (για πρόσ. και ζώα) ANT αδυνατίζω: Πάχυνες πολύ και πρέπει να αδυνατίσεις. Tρώει πολύ αλλά δεν παχαίνει. β. (για πργ.) ANT λεπταίνω: H γραμμή / ο τοίχος σε μερικά σημεία παχαίνει και σε άλλα λεπταίνει. 2. καθιστώ κπ. παχύ ή παχύτερο, τον κάνω να αποκτήσει (περισσότερο) πάχος: Tα γλυ κά / τα αλλαντικά (σε) παχαίνουν. α. (ιδ. για πρόσ.) κάνω κπ. να φαίνεται (πιο) παχύς: Tα φαρδιά ρούχα την παχαίνουν. β. (ιδ. για ζώα) υπερσιτίζω κπ. για να αυξηθεί το πάχος του: Παχαίνουν τα γουρούνια που είναι για σφάξιμο. Οι γαλοπούλες παχαίνονται για να πουληθούν τα Xριστούγεννα. γ. (για πργ.) καθιστώ κτ. (περισσότερο) παχύ: Πρέπει να παχύνεις τις γραμμές στο σχέδιο.

[αρχ. παχ(ύνω) μεταπλ. -αίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες